- περισκέλια
- περισκέλιαdrawersneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περισκέλια — τὰ, Α 1. η εσωτερική περισκελίδα, το σώβρακο 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «περισκέλια ἃ ἐφόρουν οἱ Ῥωμαῑοι περὶ τὰ σκέλη ἦσαν δὲ κροκοβαφῆ». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκέλος (πρβλ. παρα σκέλια)] … Dictionary of Greek
περισκελία — ἡ, ΜΑ η περισκέλεια* … Dictionary of Greek
BRACCAE — apud Ael. Lamprid. in Alexandro Sever. c. 46. extr. Fasiis semper usus est, braccas semper habuit; ἀναξυρίδες Graecorum sunt; quâ utrâque voce feminalia, tibialia et pedulia, h. e. feminales et crurales et pedules fascias, non raro comprehendunt… … Hofmann J. Lexicon universale
περισκέλεια — και περισκελία, ἡ, Α [περισκελής (Ι)] 1. σκληρότητα, σφοδρότητα, τραχύτητα 2. μτφ. άκαμπτη επιμονή, σκληρότητα … Dictionary of Greek